Η Μαρία είναι 17 χρονών, έχει δύο παιδιά, μένει στον τσιγγάνικο καταυλισμό του Ασπροπύργου, ο άντρας της ασχολείται με τα σίδερα, το φυσικό της χρώμα είναι ξανθό αλλά βάφει τα μαλλιά της μαύρα. Η παράγκα της είναι πάνω στο δρόμο. Στο σύνορο ανάμεσα στους δύο κόσμους. Εκεί που κλαίγονται όλοι, αυτή και ο Αλέξανδρος δεν έχουν απλώσει ποτέ το χέρι.
Η Μαρία θα μείνει να φτιάξει το φαγητό. Καθρέφτες δεν υπάρχουν γύρω της. «Η ομορφιά δεν κρύβεται ούτε μέσα στα σκουπίδια», σκέφτηκα την πρώτη φορά που την είδα.
Να έχω το σπίτι μου μ’ αρέσει, να κάνω το μπάνιο μου κανονικά. Να κάνω τα παιδιά μου καλά. τον άντρα μου να τον περιπιούμαι.