Εκεί, στο Σικάγο, στην πόλη των ανέμων, είναι τώρα απόγευμα. Η καντίνα στο πανεπιστήμιο κλείνει. Η Ντομνίκ πρέπει να πάρει τα παιδιά από το σταθμό. Ο Μάικ θα πηγαίνει σιγά σιγά προς το σπίτι. Το παιχνίδι τέλειωσε. Ο Τζό μαζεύει τους γάτζους και τα σχοινιά του. Ο Έμιλ Τζόουνς, ο ακριβοθώρητος νονός του Ομπάμα πάει προς το γραφείο του. Ο Τζον Χάρης, ο Γιάννης Χαραλαμπόπουλος δηλαδή, έχει να μιλήσει με τους σερίφηδες. Η Λουίζ κολατσίζει πριν επιβιβαστεί στο τρένο για τα προάστια. Ο παππούς Χρήστος ετοιμάζεται για τον απογευματινό του περίπατο. Ο Τσάρλι Λάβ μάλλον τώρα θα ξυπνά. Μέχρι το ξημέρωμα του ζητούσαν «ακόμη ένα μπλουζ». … Σήμερα δεν είναι μια κανονική μέρα. Σήμερα στην Αμερική ψηφίζουν. Δεν είναι όμως αργία. Όσοι θέλουν, θα κάνουν ένα διάλειμμα από την δουλειά τους και θα πάνε να ψηφίσουν. Αυτόν που μιλάει για αλλαγή ή αυτόν που μιλάει για το Θεό. Το παιδί των μεταναστών ή το παιδί των στρατιωτικών;
Αυτοί που αναστάτωσαν τον υπόγειο του Σικάγο, εκείνο το μεσημέρι, είναι Έλληνες. Ο Δημήτρης από την Κόρινθο και ο Ματθαίος από τη Σάμο. Οι πρόγονοι τους έπαιζαν μπουζούκι, αυτοί όμως μεγάλωσαν στην Ουάσιγκτον, στα χρόνια του Μπους.
Αν δε γίνει αλλαγή θα μείνουμε στη γωνία παρακαλώντας. Οι πλούσιοι θα γίνονται πλουσιότεροι και οι φτωχοί φτωχότεροι. Δεν υπάρχουν δουλειές, γιαυτό μεγαλώνει το έγκλημα, ο ένας σκοτώνει τον άλλο.